- αυτόδρομος
- αὐτόδρομος, -ον (Α)αυτός που τρέχει ή κινείται από μόνος του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτόδρομον — αὐτόδρομος running masc/fem acc sg αὐτόδρομος running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόδρομοι — αὐτόδρομος running masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)